αλαβαρχία

αλαβαρχία
ἀλαβαρχία, η (Α) [ἀλαβάρχης]
το αξίωμα τού αλαβάρχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλαβάρχης — ἀλαβάρχης και ἀλάβαρχος, ο (Α) 1. υπάλληλος τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη Λυκία και την Εύβοια 2. ο μέγιστος άρχοντας, ο ανώτατος αξιωματούχος τών… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλαβαρχιῶν — Ἀλαβαρχῑῶν , Ἀλαβαρχία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλαβαρχίαν — Ἀλαβαρχί̱ᾱν , Ἀλαβαρχία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”